- βαθύσκιος
- -α, -ο (AM βαθύσκιος, -ον)αυτός που έχει πυκνή σκιά.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
βαθύσκιος — deep shaded masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαθύσκιος, -ια, -ιο — που σχηματίζει βαθιά σκιά: Σε λίγο μπαίνουμε στα βαθύσκια Τέμπη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βαθύσκιον — βαθύσκιος deep shaded masc/fem acc sg βαθύσκιος deep shaded neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολύσκιος, -ια, -ιο — βαθύσκιος, σκιερός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βαθυσκίοις — βαθύσκιος deep shaded masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαθυσκίου — βαθύσκιος deep shaded masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαθυσκίους — βαθύσκιος deep shaded masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαθύσκια — βαθύσκιος deep shaded neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ιος — ια, ιο(ν) η κατάλ. ιος (μαζί με τις επαυξημένες μορφές της) είναι μία από τις παραγωγικότερες τής ελλ. γλώσσας καθ όλη τη διάρκεια τής ιστορίας της. Συγκεκριμένα, μαρτυρούνται συνολικά 2.996 λέξεις σε ιος, εκ τών οποίων 295 είναι κοινές, 2.261… … Dictionary of Greek
βαθύ- — [ΕΤΥΜΟΛ. < βαθύς. Ο τ. χρησιμεύει ως α συνθετικό πολλών λέξεων της αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής και δηλώνει: 1. αυτόν που έχει βάθος πρβλ. βαθύκολπος, βαθύπεδος, βαθύρριζος αρχ. βαθυαγκής, βαθύγαιος, βαθυδινήεις, βαθυκύμων,… … Dictionary of Greek